- πελαγοδρόμος
- πελαγοδρόμοςsailing on the seamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελαγοδρόμος — (pelagodroma). Γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των προκελλαριιδών, που ζουν στις Nότιες θάλασσες. Έχουν μακρύ σώμα και γκριζόλευκο πτέρωμα και εκτελούν μικρές πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. Το είδος π. ο θαλάσσιος, γνωστός ως φρεγάτα, ζει … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμον — πελαγοδρόμος sailing on the sea masc/fem acc sg πελαγοδρόμος sailing on the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαγοδρομία — η [πελαγοδρόμος] 1. η ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, απεραντολογία, σύγχυση … Dictionary of Greek
πελαγοδρομώ — πελαγοδρομῶ, έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος] πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ νεοελλ. μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ … Dictionary of Greek
πελαγόπλους — ουν, Μ αυτός που πλέει στο πέλαγος, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, πελαγοδρόμος, θαλασσοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + πλοῦς (< πλέω)] … Dictionary of Greek